- σιτηρέσιο(ν)
- το воен, дневной рацион; суточный паёк;
σιτηρέσιο(ν)
ανάγκης — неприкосновенный запас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιτηρέσιο(ν)
ανάγκης — неприкосновенный запасΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιτηρέσιο — το τροφή που δίνεται κάθε μέρα στους στρατιώτες: Τον τελευταίο καιρό βελτιώθηκε το σιτηρέσιο των στρατιωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτηρέσιο — το / σιτηρέσιον, ΝΜΑ νεοελλ. η ποσότητα τροφής που παρέχεται σε στρατιώτη για μια μέρα μσν. ετήσια παροχή, δωρεά προς την Εκκλησία για την επιτέλεση τού φιλανθρωπικού της έργου μσν. αρχ. 1. ο μισθός ή το επίδομα που δίνεται σε κάποιον, κυρίως σε… … Dictionary of Greek
αννώνα — (AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα) μσν. νεοελλ. προμήθειες, σοδειά «έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως) έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του (αρχ. μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
αρμαλιά — ἁρμαλιά, η (Α) 1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο 2. οι προμήθειες του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των… … Dictionary of Greek
διάμετρον — διάμετρον, το (Α) [μέτρον] η καθορισμένη επιχορήγηση και κυρίως το σιτηρέσιο τού στρατιώτη … Dictionary of Greek
διαμετρώ — και διαμετράω (Α διαμετρῶ, έω) [μετρώ] 1. μετρώ κάτι από το ένα μέχρι το άλλο άκρο του 2. βρίσκω την τιμή τής διαμέτρου 3. υπολογίζω, κρίνω 4. ελέγχω με διαμετρητήρα αρχ. 1. διαμοιράζω 2. χορηγώ σιτηρέσιο 3. αστρον. βρίσκομαι στο αντίθετο σημείο… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
καλάμιον — καλάμιον, τὸ (Α) [κάλαμος] 1. (υποκορ. τού κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι 2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών 3. το πρόσθιο οστό τής κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι 4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα 5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) … Dictionary of Greek
καλαμηφορώ — καλαμηφορῶ, έω (AM) [καλαμηφόρος] κρατώ καλάμιον ως σύμβολο για να πάρω με αυτό σιτηρέσιο … Dictionary of Greek
μέτρημα — το (Α μέτρημα) [μετρώ] η πράξη τού μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων τού ντοσιέ») νεοελλ. 1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα») 2. υπολογισμός, σχέδιο 3. λογαριασμός αρχ. 1. δόση, μερίδα 2. σιτηρέσιο… … Dictionary of Greek